Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι επιπλοκή του διαβήτη που προκαλείται από αλλοιώσεις στα αγγεία του αμφιβληστροειδούς. Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αφορά όλους του διαβητικούς ασθενείς είτε είναι ινσουλίνο-εξαρτώμενοι (Τύπος 1) νεαροί σε ηλικία είτε είναι μη ινσουλίνο-εξαρτώμενοι (Τύπος 2) που εμφανίζουν την πάθηση σε μεγαλύτερες ηλικίες. Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα που πάσχει από διαβήτη ο ασθενής, τόσο μεγαλύτερος και ο κίνδυνος ανάπτυξης διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Η κακή ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα, η αρτηριακή υπέρταση και η υπερλιπιδαιμία, το κάπνισμα και η κύηση επιταχύνουν την εμφάνιση διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και την επιδεινώνουν.
Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια παραμένει ασυμπτωματική, για τους περισσότερους ασθενείς, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μόνο σε περίπτωση οιδήματος της ωχράς κηλίδας, ή αιμορραγίας του υαλοειδούς ο ασθενής παρατηρεί μείωση της όρασης.
Η έγκαιρη διάγνωση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και η αντιμετώπισή της είναι επομένως καθοριστικής σημασίας για τον ασθενή προτού εμφανιστούν σοβαρές για την όραση επιπλοκές. Για αυτό ο διαβητικός ασθενής ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή όχι συμπτωμάτων από τους οφθαλμούς, θα πρέπει να επισκέπτεται τον οφθαλμίατρο μία φορά τον χρόνο.
Ο ασθενής με διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια θα πρέπει να γνωρίζει ότι το πιο σημαντικό που μπορεί να κάνει για την ασθενειά του είναι να ρυθμίζει σωστά το σάκχαρό του. Το απορρυθμισμένο σάκχαρο προωθεί με γρηγορότερους ρυθμούς την εμφάνιση και εξέλιξη της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθεια. Εξίσου σημαντική είναι η ρύθμιση τυχόν συνυπάρχουσας αρτηριακής υπέρτασης και υπερλιπιδεμίας (χοληστερίνη και τριγλικερίδια) για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και του οιδήματος της ωχράς κηλίδας.